- μπαΐλντισμα
- το [μπαϊλντίζω]1. εξάντληση, αποκάμωμα2. ζάλη, λιγοθυμιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαλάντωμα — το η εξάντληση, το μπαΐλντισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)